- ἀνατίθεμαι
- med. кладу себе
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ανατίθεμαι — ανατίθεμαι, ανατέθηκα, (σπάν.) ανατεθειμένος βλ. πίν. 138 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀνατίθεμαι — ἀνατίθημι lay upon pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερανατίθεμαι — Α ανατίθεμαι πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνατίθεμαι «τοποθετώ πάνω σε κάτι»] … Dictionary of Greek